- νηπυτιεύομαι
- νηπῠτι-εύομαι,A play child's tricks, AP11.140 (Lucill.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νηπυτιεύομαι — (Α) [νηπύτιος] συμπεριφέρομαι σαν νήπιο … Dictionary of Greek
νηπυτιευόμενοι — νηπυτιεύομαι play child s tricks pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)